- τῦφε
- τύφωraise a smokepres imperat act 2nd sgτύφωraise a smokeimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)τῦφοςfrigidae febresmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τηκεδανός — όν, Α 1. αυτός που τήκεται εύκολα, εύτηκτος 2. (κατά τον Ησύχ.) «τηκεδανοῑο τηκομένου, τήκοντος». [ΕΤΥΜΟΛ. < τήκω, κατά τα επίθ. σε δανός (πρβλ. τυφε δανός)] … Dictionary of Greek
τηλεδανός — ή, όν, Α (αντί θηλεδανός) αυτός που διαρκεί πολύ, μακροχρόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε, αναλογικά προς τα πευκε δανός, τυφε δανός] … Dictionary of Greek
τύφω — Α 1. σηκώνω καπνό («ἐσβάντες ἐς τὰ πλοῑα τύφειν καπνόν», Ηρόδ.) 2. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω 3. (μτβ.) α) περιβάλλω με καπνό («τῡφε πολλῷ τῷ καπνῷ [τοὺς σφῆκας]», Αριστοφ.) β) γεμίζω κάτι με καπνό («τῷ καπνῷ τύφων ἅπασαν τὴν πόλιν καὶ… … Dictionary of Greek